Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η γνώμη

  • 1 fikir

    γνώμη, ιδέα, άποψη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > fikir

  • 2 kanaat

    γνώμη, εκτίμηση, αντίληψη, πεποίθηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kanaat

  • 3 mülahaza

    γνώμη, σκεπτικό, παρατήρηση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mülahaza

  • 4 мнение

    ουδ.
    1. γνώμη•

    общественное мнение η γνώμη της κοινωνίας•

    высказать своё мнение λέγω τη γνώμη μου•

    обмен -ями ανταλλαγή γνωμών•

    благоприятное мнение ευμενής γνώμη•

    борьба -ий πάλη γνωμών•

    разделять мнение συμμερίζομαι τη γνώμη•

    изменять мнение αλλάζω γνώμη•

    быть хорошего -я о ком-л. έχω καλή γνώμη για κάποιον•

    быть худого -я о ком-л. έχω κακή γνώμη (ιδέα) για κάποιον•

    быть о себе слишком высокого -я έχω πολΰ μέγαλη ιδέα για τον εαυτό μου•

    быть одного -я с кем-л. έχω την ίδια γνώμη με κάποιον•

    я того -я, что... έχω την ίδια γνώμη που... • я присоединяюсь к вашему -ю τάσσομαι με τη γνώμη σας.

    2. πόρισμα, απόφαση•

    мнение комиссии το πόρισμα της επιτροπής•

    мнение суда απόφαση δικαστηρίου.

    Большой русско-греческий словарь > мнение

  • 5 мнение

    мнение с η γνώμη* по моему \мнениею κατά τη γνώμη μου· обмен \мнениеями η ανταλλαγή γνωμών общественное \мнение η κοινή γνώμη
    * * *
    с
    η γνώμη

    по моему́ мне́нию — κατά τη γνώμη μου

    обме́н мне́ниями — η ανταλλαγή γνωμών

    обще́ственное мне́ние — κοινή γνώμη

    Русско-греческий словарь > мнение

  • 6 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 7 взгляд

    взгляд м 1) η ματιά, το βλέμμα бросить \взгляд ρίχνω μια ματιά с первого \взгляда με την πρώτη ματιά 2) (мнение) η γνώμη, η άποψη на мой \взгляд κατά τη γνώμη μου
    * * *
    м
    1) η ματιά, το βλέμμα

    бро́сить взгляд — ρίχνω μια ματιά

    с пе́рвого взгляда — με την πρώτη ματιά

    2) ( мнение) η γνώμη, η άποψη

    Русско-греческий словарь > взгляд

  • 8 зрение

    зрение с η όραση хорошее (слабое) \зрение η καλή (ασθε νής) όραση ◇ точка \зрениея η άποψη, η γνώμη с моей точки \зрениея... κατά τη γνώμη μου...
    * * *
    с
    η όραση

    хоро́шее (сла́бое) зре́ние — η καλή (ασθενής) όραση

    ••

    то́чка зре́ния — η άποψη, η γνώμη

    с мое́й то́чки зре́ния… — κατά τη γνώμη μου…

    Русско-греческий словарь > зрение

  • 9 высказать

    высказать λέγω, εκφράζω, διατυπώνω· \высказать своё мнение λέγω (или εκφράζω) τη γνώμη μου· \высказать предположение προϋποθέτω \высказаться εκφράζομαι, διατυπώνω τις σκέψεις μου, λέγω τη γνώμη μου' \высказаться за что-л. (против чего-л.) εκφράζομαι για κάτι (κατά τινός)
    * * *
    λέγω, εκφράζω, διατυπώνω

    вы́сказать своё мне́ние — λέγω ( или εκφράζω) τη γνώμη μου

    вы́сказать предположе́ние — προϋποθέτω

    Русско-греческий словарь > высказать

  • 10 взгляд

    взгляд
    м
    1. τό βλέμμα, ἡ ματιά:
    беглый \взгляд ἡ γρήγορη ματιά· пристальный \взгляд τό ἐπίμονο βλεμμα· устремить \взгляд ἀτενίζω, καρφώνω τό βλεμμα· бросить \взгляд на кого-л. ρίχνω μιά ματιά σέ κάποιον
    2. (точка зрения) ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη [-ις]:
    политические \взгляды οἱ πολιτικές ἀπόψεις, τά πολιτικά φρονήματα· расходиться во \взглядах διίστανται οἱ ἀπόψεις μας, ἐχουμε διαφορετική γνώμη· на мой \взгляд κατά τή γνώμη μου· ◊ и а \взгляд ἀπ' ὀτι φαίνεται· на первый \взгляд ἐκ πρώτης ὀψεως· с первого \взгляда ἀπό τήν πρώτη ματιά.

    Русско-новогреческий словарь > взгляд

  • 11 opinion

    [ə'pinjən]
    1) (what a person thinks or believes: My opinions about education have changed.) γνώμη,άποψη
    2) (a (professional) judgement, usually of a doctor, lawyer etc: He wanted a second opinion on his illness.) γνώμη
    3) (what one thinks of the worth or value of someone or something: I have a very high opinion of his work.) γνώμη
    - be of the opinion that
    - be of the opinion
    - in my
    - your opinion
    - a matter of opinion

    English-Greek dictionary > opinion

  • 12 взгляд

    α.
    1. βλέμμα, ματιά.
    2. άποψη, γνώμη, ιδέα, πεποίθηση•

    политические -ы οι πολιτικές πεποιθήσεις•

    правильный взгляд σωστή άποψη•

    высказать свой взгляд λέγω τη γνώμη μου•

    на взгляд φαινομενικά, εξ όψεως•

    на мой взгляд κατά τη γνώμη μου•

    на первый взгляд εκ πρώτης όψεως•

    с первого -а από (με) την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > взгляд

  • 13 твой

    твоя, тво.
    1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•

    твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•

    твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•

    тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).

    || σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•

    у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.

    2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•

    тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.

    3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.
    4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).
    εκφρ.
    по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•
    пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•
    не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•
    - я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•
    что твойκ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου.

    Большой русско-греческий словарь > твой

  • 14 Thought

    subs.
    Concept: P. and V. ἔννοια, ἡ, Ar. and P. νόημα, τό, δινοια, ἡ, P. διανόημα, τό.
    Mind, intellectual principle: P. and V. νοῦς, ὁ.
    Intelligence: P. and V. γνώμη, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, Ar. and V. φρήν, ἡ (rare P.), or pl.
    Plan, idea: Ar. and P. νόημα, τό, δινοια, ἡ, P. and V. φροντς, ἡ (rare P.).
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ; see Opinion.
    Intention: P. and V. γνώμη, ἡ, ἔννοια, ἡ, ἐπνοια, ἡ, βούλευμα, τό, Ar. and P. δινοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.
    Reflection: P. and V. σύννοια, ἡ, ἐνθμησις, ἡ (Eur., frag.), P. ἔννοια, ἡ, Ar. and V. φροντς, ἡ (rare P.).
    Care: see Care.
    Take thought, v.: use deliberate, care.
    Thoughts: P. and V. φρονήματα, τά (Plat.).
    A thought has just occurred to me: V. ἄρτι γὰρ μʼ εἰσῆλθέ τι (Eur. El. 619).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thought

  • 15 высказывание

    Русско-греческий словарь > высказывание

  • 16 изменить

    изменить 1) αλλάζω, μεταβάλλω \изменить мнение αλλάζω γνώμη 2) (предать ) προδίδω απατώ (нарушить верность) \измениться αλλάζω, μεταβάλλομαι
    * * *
    1) αλλάζω, μεταβάλλω

    измени́ть мне́ние — αλλάζω γνώμη

    2) ( предать) προδίδω; απατώ ( нарушить верность)

    Русско-греческий словарь > изменить

  • 17 личный

    личный προσωπικός· ατομικός (персональный)' \личныйое мнение η προσωπική γνώμη
    * * *
    προσωπικός; ατομικός ( персональный)

    ли́чное мне́ние — η προσωπική γνώμη

    Русско-греческий словарь > личный

  • 18 общественность

    общественность ж η κοινωνία· το κοινό, η κοινή γνώμη (мнение)
    * * *
    ж
    η κοινωνία; το κοινό, η κοινή γνώμη ( мнение)

    Русско-греческий словарь > общественность

  • 19 общественный

    общественный κοινωνικός, δημόσιος* \общественныйое мнение η κοινή γνώμη
    * * *
    κοινωνικός, δημόσιος

    обще́ственное мне́ние — η κοινή γνώμη

    Русско-греческий словарь > общественный

  • 20 отзыв

    отзыв м 1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση (оценка положительный \отзыв η έγκριση 2) (пароль ) το σύνθημα
    * * *
    м
    1) η γνώμη; η κριτική, η κρίση ( оценка)

    положи́тельный о́тзыв — η έγκριση

    2) ( пароль) το σύνθημα

    Русско-греческий словарь > отзыв

См. также в других словарях:

  • Γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. — γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. См. Не родись красив, а родись счастлив …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γνώμη — means of knowing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμῃ — γνώμη means of knowing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …   Dictionary of Greek

  • γνώμη — η 1. κρίση, άποψη, αντίληψη: Πες μου τη γνώμη σου για την υπόθεση αυτή. 2. φρ., «κοινή γνώμη», η γνώμη που διαμορφώνει ο λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινή γνώμη — Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και… …   Dictionary of Greek

  • ГНОМИЧЕСКАЯ ПОЭЗИЯ —    • Γνώμη.          Г. поэзия в первобытной своей силе и свежести произведение эллинской жизни. В народе, у которого таким блестящим образом мысль и ее выражение соединялись в одно целое, непременно должно было высоко цениться меткое и… …   Реальный словарь классических древностей

  • γνωμίζω — [γνώμη] 1. γνωμιάζω 2. σχηματίζω γνώμη …   Dictionary of Greek

  • γνώμηι — γνώμῃ , γνώμη means of knowing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμέων — γνώμη means of knowing fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμῶν — γνώμη means of knowing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»